Εμμηνόπαυση

    Η εμμηνόπαυση αρχίζει 12 μήνες μετά την τελευταία έμμηνο ρύση και σηματοδοτεί το τέλος της γονιμότητας της γυναίκας. Παρότι είναι μία διαδικασία από την οποία όλες οι γυναίκες θα περάσουν αργά ή γρήγορα, είναι πολλές οι παρανοήσεις γι’ αυτήν που εξακολουθούν να επικρατούν. Είναι δύσκολο να υπολογιστεί η ακριβής διάρκειά της, διότι παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση από γυναίκα σε γυναίκα. Τα τυπικά συμπτώματά της (π.χ. εξάψεις, διακυμάνσεις ψυχικής διάθεσης κ.λπ.) συνήθως αρχίζουν από την εποχή της περιεμμηνόπαυσης, όταν δηλαδή αρχίζουν οι ωοθήκες να μειώνουν την παραγωγή οιστρογόνων και ο έμμηνος κύκλος να χάνει τη σταθερότητά του. Ωστόσο η εμμηνόπαυση δεν θεωρείται πως έχει αρχίσει αν δεν περάσουν 12 μήνες από την τελευταία έμμηνο ρύση. Επιπλέον, θα πρέπει να σταματήσουν εντελώς και τα συμπτώματά της, για να θεωρηθεί η γυναίκα ως μετεμμηνοπαυσική.
    Όλ’ αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι η συγκεκριμένη περίοδος στη ζωή της γυναίκας μπορεί να διαρκέσει από λίγα έως πολλά χρόνια. Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Internal Medicine έδειξε ότι η διάρκειά της κυμαίνεται από 3,5 έως 14 χρόνια (η μέση είναι τα 7,4 χρόνια), δηλαδή μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πίστευαν ως τώρα οι επιστήμονες. Επιπρόσθετα, σχεδόν επτά στις δέκα γυναίκες αρχίζουν να έχουν συμπτώματα πριν αρχίσει η διαταραχή του έμμηνου κύκλου.
    Η μέση ηλικία εμφάνισης είναι γύρω στα 50 χρόνια, αλλά μπορεί να αρχίσει σε οποιαδήποτε ηλικία μεταξύ 35 και 60 ετών. Υπολογίζεται ότι το 1% των γυναικών έχουν εμμηνόπαυση πριν γίνουν 40 ετών, ενώ το 5% πριν τα 45. Η εμμηνόπαυση πριν από τα 40 θεωρείται πρόωρη και, εφ’ όσον δεν έχει προκληθεί από ιατρική παρέμβαση, μπορεί να έχει γενετικά, μεταβολικά, αυτοάνοσα κ.λπ. αίτια. Σε κάθε περίπτωση, η φυσική εμμηνόπαυση που αρχίζει πριν από τα 40 πρέπει να αξιολογείται ενδελεχώς από έναν ειδικό.
    Τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης παρουσιάζουν μεγάλο εύρος και δεν είναι τα ίδια σε όλες οι γυναίκες. Υπολογίζεται ότι περίπου δύο στις δέκα δεν έχουν καθόλου εξάψεις, το 20% έχουν σοβαρές εξάψεις και οι υπόλοιπες έχουν εξάψεις οι οποίες είναι μεν ενοχλητικές αλλά ανεκτές.
    Οι εξάψεις έχουν την τάση να είναι χειρότερες πριν διακοπεί η έμμηνος ρύση και να καταπραΰνονται με το πέρασμα του χρόνου, αλλά ποσοστό 10-15% των γυναικών βασανίζονται από αυτές για μια 10ετία ή περισσότερο. Οι καπνίστριες και οι υπέρβαρες/παχύσαρκες γυναίκες συνήθως υποφέρουν περισσότερο.
    Η γυναίκα μπορεί να έχει προβλήματα ύπνου, που άλλοτε οφείλονται στη νυχτερινή εφίδρωση λόγω των εξάψεων και άλλοτε όχι. Πολύ συχνό φαινόμενο είναι να ξυπνάει η γυναίκα από το βαθύ ύπνο κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα (συχνά μεταξύ 1-3 το πρωί), να κάνει ανήσυχο ύπνο ή να έχει αϋπνίες, με συνέπεια να μην ξεκουράζεται, να γίνεται οξύθυμη και να γκρινιάζει.
    Πολύ συχνές είναι επίσης οι διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης που επιτείνονται από την κόπωση, καθώς και η κολπική ξηρότητα λόγω της μείωσης της παραγωγής οιστρογόνων.
    Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ορμονικές διακυμάνσεις της μπορεί να παίξουν ρόλο στις κεφαλαλγίες. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι γυναίκες που ήδη είχαν πονοκεφάλους που επηρεάζονταν από τις ορμόνες τους. Κλασικό παράδειγμα είναι η καταμήνια ημικρανία (ή αλλιώς ημικρανία της περιόδου ή περιεμμηνορυσιακή ημικρανία), η οποία εκδηλώνεται στο χρονικό διάστημα από δύο ημέρες πριν έως και δύο ημέρες μετά την έναρξη της εμμήνου ρύσεως. Υπολογίζεται ότι μία στις δέκα γυναίκες έχουν ημικρανίες που άγονται από τις ορμόνες τους. Τα καλά νέα είναι πως όταν σταθεροποιούν τα ορμονικά επίπεδα της γυναίκας, συνήθως σταματούν και οι πονοκέφαλοι.
    Αν και κάποιες γυναίκες βιώνουν μείωση της ερωτικής επιθυμίας, άλλες έχουν αύξηση και άλλες καμία διαφορά. Αυτό οφείλεται στο ότι η ερωτική επιθυμία είναι περισσότερο θέμα τεστοστερόνης, τα επίπεδα της οποίας δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα από την εμμηνόπαυση.
    Εκείνο ωστόσο που έχει σαφή σχέση με την εμμηνόπαυση είναι η ενδεχόμενη ξηρότητα του κόλπου, που μπορεί να δημιουργήσει ενοχλήματα στη διάρκεια του σεξ.
    Είναι γεγονός πως ο μεταβολισμός επιβραδύνεται και έτσι είναι πιθανό να αυξηθεί το σωματικό βάρος, αλλά αν η γυναίκα προσέξει τις ποσότητες και την ποιότητα τουυ φαγητού που καταναλώνει, και φροντίσει να αυξήσει την κινητικότητά της, μπορεί να αποφύγει τη συσσώρευση περιττών κιλών. Αν, εξάλλου, είχε περιττά κιλά πριν αρχίσει η εμμηνόπαυση και κατορθώσει να χάσει μερικά (γύρω στα 10), μπορεί να παρουσιάσει ύφεση των εξάψεών της, όπως είχε δείξει μελέτη του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ.
    Η χορήγηση ορμονών για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης έχει σχετισθεί με ορισμένους κινδύνους και έτσι το αν θα προταθεί σε μια γυναίκα ή όχι, εξαρτάται από το ατομικό ιατρικό ιστορικό και τους παράγοντες κινδύνου για καρκίνο και καρδιοπάθεια που έχει.
    Γενικώς, δεν συνιστάται ορμονοθεραπεία σε γυναίκες που πλησιάζουν τα 60 ή έχουν αυξημένη χοληστερόλη, υπέρταση, παχυσαρκία ή ιστορικό καπνίσματος. Δεν συνιστάται επίσης σε γυναίκες με ορισμένα προβλήματα υγείας, όπως καρκίνο του μαστού ή ανεξήτητη κολπική αιμορραγία. Αν, όμως, η γυναίκα είναι γύρω στα 45-50, υγιής και χωρίς παράγοντες κινδύνου, μπορεί να είναι κατάλληλη υποψήφια.
    Η απόφαση λαμβάνεται εξατομικευμένα, για κάθε γυναίκα ξεχωριστά.